- ακτινογραφικός
- η , ό[ν]1) рентгеновский;
ακτινογραφική συσκευή — рентгеновский аппарат;
2) рентгенографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακτινογραφική συσκευή — рентгеновский аппарат;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακτινογραφικός — ή, ό [ακτινογραφία] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε ακτινογραφία … Dictionary of Greek
ακτινογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με την ακτινογραφία: Τα ακτινογραφικά μηχανήματα πρέπει να λειτουργούν άψογα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… … Dictionary of Greek
ραδιογραφικός — ή, ό, Ν [ραδιογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιογραφία, ακτινογραφικός 2. ραδιοτηλεγραφικός … Dictionary of Greek
σκιοσκόπιο — το, Ν είδος φωτεινού προβολέα για τη μελέτη ακτινογραφικών πλακών, αλλ. ακτινογραφικός προβολέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. skiascope (< σκιά + σκόπιο*)] … Dictionary of Greek